- κλινοενστατίτης
- ο(ορυκτ.) σπάνιο πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoenstatite < clin(o) (πρβλ. κλιν(ο)- < κλίνω) + enstatite < ἐνστατής < ἐνίστημι «εναντιώνομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρόξενοι — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών που συμμετέχουν στη σύσταση πολλών πετρωμάτων, πολλές φορές ως θεμελιώδη ορυκτολογικά συστατικά. Ο ιδανικός χημικός τύπος της ομάδας αυτής ορυκτών είναι: R2Si2O6, όπου το R δείχνει το μαγνήσιο Mg2Si2O6,… … Dictionary of Greek